- σοφισμάτιον
- σοφ-ισμάτιον, τό, Dim. of σόφισμα, Arr.Epict.2.18.17, Luc.Par.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σοφισμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμάτιον — τὸ, Α [σόφισμα, ίσματος] (με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. τού σόφισμα … Dictionary of Greek
σοφισματίοις — σοφισμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισματίων — σοφισμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμάτια — σοφισμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)